Κάποτε κτίζαμε τα όνειρα στην πέτρα
και τα λουλούδια άνθιζαν– γιορτή
μα ξάφνου χλόμιασαν του Ήλιου τα ανηφόρια
κι εμείς χαθήκαμε στου χρόνου τη ρωγμή.
Κάποτε τρέχαμε στου κόσμου τα περβόλια
κι οι ποιητές υμνούσαν την χαρά
ένας ατέλειωτος καμβάς ειν' η ψυχή μας
αγγέλων–με κατάλευκα φτερά.
Κάποτε φτιάχναμε στην άμμο τα αστέρια
κι ο ήλιος πλάγιαζε στου κόσμου τα στενά
μα αίφνης σάρωσαν τον κόσμο ξεροβόρια
κι ό,τι αγαπήσαμε αδιάβατα γκρεμνά.
Τώρα η θάλασσα μας ξέπλυνε το δάκρυ
ενός λυγμού στην αλμυρή δροσιά
αγιογραφίες μες την έρημη γαλήνη
σβηστά κεριά σ' ερημωμένη εκκλησιά
Μια πέτρα, λίγα βότσαλα κι αλμύρα
ξορκίζουμε το μαύρο των πουλιών
και πλέκουμε ξανά πάλι στα αδράχτι
κεντήσματα σε πείσμα των καιρών.
Κάπου στο νότο.
Ηρακλής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου